- απόλυμα
- το (Α ἀπόλυμα)1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.)2. το τέλος της θείας λειτουργίας3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος4. ιατρ. τμήμα οστού που αποχωρίστηκε λόγω βλάβης και απομένει νεκρό5. «απολύματα της σκεπής» — τα ξύλα που προεξέχουν στο γείσο του σπιτιούαρχ.1. ακαθαρσία2. απόκριμα.
Dictionary of Greek. 2013.